πεζοφανής

πεζοφανής
πεζο-φᾰνής, ές, ([etym.] φαίνομαι)
A like prose, Procl.in Alc.p.292 C. ([comp] Comp.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεζοφανής — ές, Α (ιδίως για λόγο) ο όμοιος με τον πεζό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + φανής (< θ. φαν τού φαίνω / φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ φάν ην), πρβλ. μεγαλο φανής] …   Dictionary of Greek

  • πεζοφανέστερον — πεζοφανής like prose adverbial comp πεζοφανής like prose masc acc comp sg πεζοφανής like prose neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζοφανεῖς — πεζοφανής like prose masc/fem acc pl πεζοφανής like prose masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”